- ἀνάνιος
- ἀνάνιοςwithout painmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀνάνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… … Dictionary of Greek
ἀνανίως — ἀνάνιος without pain adverbial ἀνάνιος without pain masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάνιον — ἀνάνιος without pain masc/fem acc sg ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνανέω come to the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνανίου — Ἀνάνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανίου — ἀνάνιος without pain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνανίως — Ἀνάνιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάνια — ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάνιον — Ἀνάνιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήνιος — (I) ἀνήνιος, ον (Α) 1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»]. (II) ἀνήνιος, ον (Α) [ηνίον] ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς … Dictionary of Greek